- κρίτρο
- τοη αμοιβή του κριτή, η πληρωμή της κριτικής επιτροπής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρίτρο — το συν. στον πληθ. τα κρίτρα αμοιβή τών μελών τής κριτικής επιτροπής διαγωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + κατάλ. τρο/ τρα (πρβλ.) ασφάλισ τρα, δίδακ τρα)] … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek